η εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στα ''ΑΝΑΚΑΤΑ 4'', πρώην στρατόπεδο Π. Μελά, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης.
28 - 29 - 30 Σεπτεμβρίου 2012
ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ
Οι τοίχοι μιλάνε ακατάπαυστα, μ’ αδιόρθωτες λέξεις... δεν περιμένουν καν ν'αντηχήσει η απάντηση σούσουρο που σέρνεται, μοναχά για να υπάρξει
Πολύ συχνά οι τοίχοι χτυπάνε με αντανακλάσεις τη σιωπή...στη σιωπή
κι αυτή πάλι, εμπρός τους σιωπηλά κτίζει καινούργιους
τοίχους
κάποιες φορές οι απαντήσεις δίνονται...
εκεί που δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε Τοίχους ξεφλουδισμένους, σε τοίχους φρεσκοβαμμένους. και είναι πάλι οι τοίχοι, αυτοί που σβήνουν τις ιστορίες,
εκεί που αρχίζει ο απόηχος των λέξεων να βροντά απελπισμένος.
Επάλληλοι τοίχοι απέναντι,
ο ένας επάνω στον άλλον
και όλοι τους...
γι αυτοπροστασία.
Οι Τοίχοι των ήχων.
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ
Τα παραθύρια που φέγγουν τα έξω δωμάτια
που κλείνουν αέρινα ή απότομα, από το χέρι κάποιου περαστικού
αυτά που σφραγίζονται εθελοτυφλώντας... παράθυρα ανήλια του οικοδεσπότη
άλλα γέρνουν τις γρίλιες κρυφά για να μπει λίγη
απ' τη σκόνη του ουρανού να κρυφο δικάσουν περαστικά φιλιά να αναπνεύσουν
κλεμμένο αέρα να ζήσουν λίγο φως.
Τα παραθύρια που αλλάζουν κάθε τόσο την εικόνα, του μέσα και του έξω τους κόσμου.
αυτά της συντροφιάς άλλα της διαφυγής
κι εκείνα...
του αδιάβλητου Χρόνου.
Τα Παραθύρια των ματιών.
Η ΠΟΡΤΑ
Η πόρτα που ανοίγει διάπλατα να μπουν οι άνεμοι
και πάλι...αυτή που τους κλειδώνει πίσω, ή μέσα της να τους
κρατήσει
η πόρτα των αμπαριών
η πόρτα της φυλακής αλλά και... η πόρτα της φιλοξενίας
στην πόρτα κλείνεται ο έσω κόσμος και σιγουρεύεται απ' τον
έξω όλεθρο
στην πόρτα χαιρετάει, φιλιέται, περιμένει κι αφουγκράζεται η
αγάπη
εκεί η αναμονή, εκεί ο στοχασμός, εκεί και η απόσυρση
η πόρτα που σπάει νευριασμένα για να κλείσει έξω της τη
στεναχώρια και να κρατήσει μέσα της το κλάμα και είναι η ίδια πόρτα... αυτή
που ανοίγει δειλά - δειλά κάποτε περιμένοντας τη συγχώρεση.
Η Πόρτα των λόγων.
ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ
Πατάρι...πάντα, μα πάντα γεμάτο με πράγματα κτισμένα απ'
το χρόνο. Ζωές, σινιάλα και παραπομπές που δεν θα ξαναδείς,αλλά πάλι, δεν
αντέχεις στην σκέψη ότι τα έχεις απορρίψει. Μονάχα που να... περιμένεις την θεά τύχη να τα μουσκέψει, να
τα σαπίσει, να τα ξεχάσει, σχεδόν εκεί μακριά, ή κάπου εδώ γύρω, ψηλά κι άφταστα.
Κόπου χαμένα υλικά περιμένουν καρτερικά το σωτήρα της
καταστροφής, ή το πεπρωμένο να γεννήσει αναπαλαιωμένες ελπίδες, σε μικρότερα, ανεξερεύνητα πατάρια.
Το Πατάρι του Νου.
Ο Νους μου κρατά τον τίτλο ιδιοκτησίας σου, κρυμμένο στα υπόγεια της
Ψυχής.
Η Ψυχή Ψυχή είναι το μπαούλο που κρύβει μέσα του το μεγάλο μου
σπίτι.
''Μαρία'', Ζωγραφική με νερομόλυβα σε πλεξ γκλας και χαρτί.
«Τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη,
της αλειψάσης τον Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός,
μνείαν ποιείσθαι οι θειώτατοι Πατέρες εθέσπισαν,
ότι πρό του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονε».
Τον πήρε ξανά το μάτι μου την ώρα που
τελείωνε τη δουλειά.
Σκονισμένος,
πλενόταν μέσα σ’ εκείνο τον απίστευτο ήλιο,
έπαιρνε νερό από το βαρέλι και τραγουδούσε.
Το σώμα Του δυνατό και σκούρο.
Το ιδρωμένο φανελάκι και το στενό
ξεθωριασμένο παντελόνι, φάνταζαν πάνω Του σαν γαλανόλευκο λάβαρο.
Έμεινα να κοιτάζω τα χέρια Του που πάλευαν
να διώξουν τα πριονίδια και τη σκόνη.
Δεν με είδε.
Δεν έβλεπε σχεδόν ποτέ κανέναν.
Χαμογελούσε.
Έγερνε πάντα γλυκά το κεφάλι δεξιά στο πλάι
κι όταν σήκωνε τα μάτια νόμιζες ότι το βλέμμα Του σε αγνοεί, σε διαπερνά ή σε
περιέχει.
Σα να μην κοίταζε τίποτα και να τα έβλεπε
όλα.
Κρεμόμουν απ’ τη θωριά Του, κρεμόμουν απ’
τη ματιά Του, κρεμόμουν απ’ τις παλάμες Του.
Κάθε φορά που τον έβλεπα, νόμιζα πως ήρθε
για να σώσει τον Κόσμο.
Κάθε φορά που τον έβλεπα, νόμιζα πως με
περιβάλλει μια σκιά χαράς.
Γιατί;
Ούτε και ήξερα το γιατί…
Ήθελα να του μιλήσω μα ήθελα να με καλέσει
Αυτός.
Ήταν πρωτόγνωρο.
Εγώ είχα τόσους και τόσους άντρες…
Κι όμως αυτόν τον ήθελα αλλιώς.
Ήθελα να είμαι δική Του κι ας μη με άγγιζε.
Ήθελα να είμαι μάνα Του κι ας μην τον γέννησα.
Ήθελα να γεννηθώ ξανά απ’ αυτόν κι ας μην
είχαμε αλλάξει ούτε ένα βλέμμα.
Ήθελα να του φωνάξω «Συγνώμη» κι ας μην
ήξερα γιατί μετάνιωνα.
Μυστήριο…
Μυστήριο ξένο και παράδοξο.
Μάζεψε τα εργαλεία στην πάνινη τσάντα και
τράβηξε για το σπίτι Του.
Έμενε ακόμη με τους γονείς Του.
Για γυναίκες, ούτε λόγος.
Βοηθούσε τον πατέρα Του στη δουλειά.
Μαραγκός.
Ίσως αυτό να τον έκανε αλλιώτικο στα μάτια
μου.
Έχτιζε. Έχτιζε. Όλο έχτιζε.
Εγώ είχα μάθει μόνο να γκρεμίζω.
Όλα όσα κέρδιζε η νύχτα στα ιδρωμένα μου
σεντόνια, η μέρα τα σκορπούσε σε γιατρικά, μπογιές κι αρώματα.
Ποιος είπε πως η τέχνη μας φέρνει εύκολο
χρήμα;
Άλλος με το κορμί του άρρωστο, άλλος με την
ψυχή, όλοι σ’ εμάς έρχονται ν’ αδειάσουν τον πόθο τους.
Αρρωσταίναμε κι εμείς απ’ αυτό.
…
Άλλες φορές, ήθελα να Τον προκαλέσω.
Να βρεθώ τυχαία στο δρόμο Του, δεν άλλαζε
δα και ποτέ πορεία…
Να ‘χω τα μαλλιά ξέπλεκα, το κορμί να
γυαλίζει από τα λάδια και τις μυρωδιές, τα μάτια μου όμορφα τονισμένα με
κάρβουνο, τα χείλια μισάνοιχτα σ’ ένα «Ναι!»…
Ήθελα…
Μα κάθε που Τον έβλεπα άλλαζα.
Κάτι φτερούγιζε στην καρδιά μου. Σαν
ελπίδα, σαν… κι εγώ δεν ήξερα τι.
Ήθελα να Του μιλήσω.
Δεν είχε πολλά λόγια με κανέναν, αν και
μιλούσε σε όλους.
Του ταίριαζε η σιγή, σαν να Τον είχε
γεννήσει.
Κι οι μέρες εναλλάσσονταν με μέρες. Γιατί
τις νύχτες μου δεν υπήρχε ζωή.
...
Ένα σούρουπο, έριξε επάνω μου τη ματιά Του.
Δροσερή φλόγα.
Με ξύπνησε σαν απρόσμενο φίλημα.
Άρχισα να τον σκέφτομαι συνέχεια.
Είχα μια αίσθηση συνεχούς παρουσίας Του,
μια αίσθηση πληρότητας.
Σα να είχα γυρίσει την πλάτη στον
περιορισμένο μου κόσμο και τότε να έβλεπα την απέραντη Αλήθεια.
Αναρωτιόμουν ποια είμαι.
Δεν ένοιωθα ότι είχα κάνει λάθη που δεν
έπρεπε να ξανακάνω. Όχι!
Ένοιωθα απλά ότι ήμουν άλλη. Μια βαθειά και
ταυτόχρονα ακαριαία αλλαγή.
…
Ύστερα ήρθαν οι μέρες που πολύ ακουγόταν τ’
όνομά Του.
Σα φόβος, σαν απειλή, σαν ελπίδα.
Δεν ήξερες τι να πιστέψεις.
Έτρεχαν ξωπίσω Του μιλιούνια. Πλήθος λαού.
Μετάνιωνα που δεν Του είχα μιλήσει νωρίτερα. Τώρα ήταν αδύνατο να Τον βρω μόνο.
…
Αγόρασα με όσα χρήματα μου είχαν απομείνει
έλαια και μύρο
Και Τον ακολούθησα.
Ελένη Λιντζαροπούλου 2-6-2008
/Από τους Θεατρικούς Μονόλογους, σχεδίασμα λάθους 7 .
Πρώτη δημοσίευση 8/2/2009, στο ιστολόγιο Ελένη Ευχαριστώ την φίλη μου, ποιήτρια Ελένη Λιντζαροπούλου που μου εμπιστεύτηκε το ποίημά της για να του δώσω την δική μου εκδοχή. ΙΑς Αφιερώνω την ανάρτηση στην φίλη, χαράκτρια, σκηνογράφο Μαρία Πασσαλή που μας έφυγε τόσο γρήγορα αφήνοντας πίσω της ανεκπλήρωτα όνειρα και ένα εξαιρετικό, αστείρευτο έργο!
Χιος, ''στήνοντας το εργαστήρι''
ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΑΡΔΗ - ΠΑΣΣΑΛΗ
Σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική και αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου στο “Institute Weder” στη Ζυρίχη της Ελβετίας από το 1973 ως το 1978. Λιθογραφία στο Ερευνητικό Κέντρο Χαρακτικής Νεάπολης Θεσσαλονίκης με τον Ruud Matthes και την Erika Gutenschawager από το 1998 έως το 2001και ελεύθερες σπουδές στην ενδυματολογία, μεταξοτυπία, κεραμική και ψηφιδωτό. Διδάσκει ζωγραφική και χαρακτική από το 2001 στο εργαστήρι Τεχνών του Ε΄ Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης. Το 2005 δημιούργησε την Ομάδα Διάδοσης Έρευνας Χαρακτικής (ΟΔΕΧ). Είχε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του Εργαστηρίου των Μεστών της Χίου, που πρόσφατα παρουσίασε σημαντική διεθνή δραστηριότητα και επιτυχία. Με ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα της βρίσκονται σε πινακοθήκες (Πινακοθήκη Δήμου Θεσσαλονίκης, Πινακοθήκη Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Πινακοθήκη Χίου, Κυπριακή Πρεσβεία – Σπίτι της Κύπρου) και σε ιδιωτικές συλλογές.
Ο Θείος Έρωτας είναι ο πατέρας της Προσευχής, ο εξάδελφος του Παραπλανητή και ο μπατζανάκης του
Φαντασιόπληκτου. Έχει δε, συνάψει περιστασιακή σχέση με την Ευκαιριακή
αναστάτωση κάνοντας μαζί της πολλά παιδιά τα οποία ονομάτισε ''Κι από δω κι απόκει απογοήτευση''. Όμως η
μεγαλύτερη του σχέση - μπορώ ναπω, σχέση ''αδελφής ψυχής''- ήταν με την Ελπίδα
εξ ουρανού!
Ο Θείος Έρωτας λοιπόν παντρεύτηκε για μια και
μοναδική φορά. Παντρεύτηκε τη Θεία Ποίηση...και έκανε ένα μοναχά παιδί.Τη Θεία Προσευχή,
της οποίας το παιδί είναι η γνωστή σε όλους μας, Θεία Τέχνη.
Τώρα θα μου πείτε από που τα ξέρω
όλα αυτά...Τα ξέρω γιατί απλά εγώ είμαι η ανιψιά του, η Θεία Έμπνευση που τα ξέρει από πρώτο χέρι.
Ο Θείος Έρωτας να σας ομολογήσω πως ήταν όντως ακατάστατος και
ανακατώστρα μαζί (εδώ που τα λέμε ακόμα είναι...) μα το τρελλό είναι πως αν δεν
υπήρχε αυτός στο γενεαλογικό μας δέντροηανθρωπότητα θα ήταν στείρα, άρα προ
πολλού εξαφανισμένη!
Ευτυχώς όμως για όλους μας που μαζί με τον Θείο Έρωτα
γεννήθηκε και ηΘεία Αγάπη!
Αλλά
αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Οι εικόνες είναι από το artvideo ''Χωροαταξία'' 2012
όταν το τώρα φτιάχνονταν από το πριν και από το μετά, μια ημέρα και μια νύχτα σαν το
σήμερα, δημιουργήθηκε μια γραμμή.
Μια γραμμή αμετακίνητη, ανασφαλής και αναποφάσιστη.
Δεν είχε λόγο, δεν είχε μορφή, δεν είχε ταυτότητα.
- Ο Θεός... είπε ο Θεός με έφτιαξε. Αυτό είναι το μόνο που γνωρίζω.
Μ' έφτιαξε απ' το σωματίδιο του, ή μάλλον όχι. Το σωματίδιό του με έφτιαξε μονάχο του. Με εντολή Του ίσως, ή και χωρίς εντολή κινήθηκε για
μια απειροελάχιστη στιγμή, ένα σημείο πάρα δίπλα. Ο Χρόνος, σύντροφος. Ο Χρόνος Θεός. Ποιος ξέρει;
...μπορεί όμως και να 'γινε αλλιώς. Ας πούμε...
μέσα Του ένα σωματίδιο βρήκε ένα άλλο, δικό Του ή ίσως κάποιου άλλου θεού, στο σώμα ίσως περπάτησαν μαζί, παράλληλα σημεία σε δυό αλληλοεξαρτώμενες πορείες.
Πότε το ένα προς από το άλλο, πότε το ένα αντίθετα απ΄ τ΄ άλλο.
Κάποτε ενώνονταν...και εκεί, γίνηκε ο κόσμος όλος.
Μπορεί πάλι να έγινε κι αλλιώς. Ο Θεός να είναι και αυτός
ένα σωματίδιο που δεν κινήται. Μέσα Του να υπάρχει το άλφα το κεφαλαίο και το ωμέγα το μικρό,
το φως και το σκοτάδι, ο λόγος και το περιεχόμενο κι όλα αυτά ασύνδετα. Μέσα Του όμως κινούμενα σαν σωματίδια. Από βλάβη τώρα ή από
θέληση για παραστράτημα. άναρχα, χαοτικά κι εκεί, κινήθηκα τακτικά κι εγώ. Κομμάτι τους, κομμάτι Του. Κι αυτός ίσως πάλι κομμάτι κάποιου άλλου. Γίνηκα λοιπόν από γραμμή χωρίς ταυτότητα, ένα σχήμα με τόνο. Κάτι ανάμεσα σε φως και σε σκοτάδι, σε καμπύλη και σε ευθεία. Μια γραμμή ανολοκλήρωτη μεν αλλά υπαρκτή.
Αντιθέσεις Συνύπαρξη Αλληλεξάρτηση Συνάντηση
Εδώ στην Ένωση και Τώρα, σαν το κάποτε που φτιάχνονταν από το πριν και το μετά, εκείνη την συγκεκριμένη ημέρα του ενός που γίνεται η
νύχτα του άλλου κι αντίστροφα, ο Χρόνος έπαψε να συντροφεύει. Εκεί στο σημείο
φυγής που δεν πιάνεται ποτέ και που η απόστασή του δεν μετριέται με
κανένα τρόπο, το Τώρα και το Πάντοτε, το Εδώ
και το Εκεί, το Εγώ και το Εσύ επιτέλους γινήκαμε όλα μαζί μια κόκκινη γραμμή.
Μια κόκκινη γραμμή κύκλος, μια γραμμή σπείρα.
Πως έγινε αυτό; δεν ξέρω..
Ξέρω μονάχα πως ξέρει... και πως υπάρχει...και πως ξέρει πως υπάρχει. Πως υπάρχει εσαεί!
/Από το Άγραφο Βιβλίο, ΙΑς 2012, για το Λογοτεχνικό Σαββατο
''και τα χρώματα 'παψαν να υπάρχουν''
Σιγά μην σωπάσεις σιγά μην δεν ακούσω πίσω απ’ τις λέξεις κρύβονται τα μεγαλειώδη μάτια. Σιγά μην δεν καταλάβεις και μην μπερδευτώ στα νοήματα εξάλλου ποτέ μου δεν σώπαινα.... μάλλον το μέγα μου σφάλμα είναι
πως ακόμα μιλώ έστω και μ’ εσφαλμένες λέξεις μιλώ για το τι θέλω
τι βλέπω τι αισθάνομαι
και τι καταλαβαίνω μιλώ για το πως θέλω πως βλέπω πως αισθάνομαι και πως καταλαβαίνω το περίεργο είναι πως μιλώ συνέχεια για τον εαυτό μου
για την πολιτεία μου τη γειτονιά μου τη δουλειά μου τους φίλους μου
τα παιδιά μου εσένα
μιλώ και γυρνώ πάντα σε σένα.
Το θαυμάσιο είναι
πως κανείς
δεν μ' έχει δει μέχρι τώρα εγωίστρια.
και το πιο σπουδαίο απ' όλα είναι πως έτσι έμαθα να σε καταλαβαίνω